- σωματοπλαστικός
- σωμᾰτο-πλαστικός, ή, όν,A forming bodies, Lyd. Mens. 39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοπλαστικός — ή, όν, Μ [σωματοπλαστώ] αυτός που πλάθει σώματα … Dictionary of Greek
σωματοπλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει το σώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., σωματοπλαστική υπονοεί κλάδο της χειρουργικής που με εγχειρήσεις βελτιώνει ατέλειες του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματοπλαστικοῦ — σωματοπλαστικός forming bodies masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)